Το Ραγοειδιτιδικό Σύνδρομο Fuchs ή Ετεροχρωμική κυκλίτιδα του Fuchs όπως αναφερόνταν παλαιότερα είναι μία χρόνια μη κοκκιωμματώδης πρόσθια ραγοειδίτιδα, η οποία έχει αθόρυβη έναρξη. Συνήθως προσβάλλει τον ένα οφθαλμό ενηλίκων μέσης ηλικίας, αν και μπορεί να εμφανισθεί κατά την παιδική ηλικία και μπορεί πολύ σπάνια να είναι αμφοτερόπλευρη.

Στην αιτιολογία του έχει ενοχοποιηθεί η ιός της Ερυθράς (Rubella virus), όπως ανευρίσκεται με ανάλυση PCR υδατοειδούς υγρού ή με τον δείκτη Goldmann-Witmer (GWC). Ο ιός της Ερυθράς ανήκει στην οικογένεια Togaviridae και είναι υπεύθυνος για την πρόκληση σοβαρού συγγενούς συνδρόμου κατά την γέννηση, όταν το κύημα προσβληθεί κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, που χαρακτηρίζεται από την τριάδα κώφωση, ανωμαλίες οφθαλμών (καταρράκτης, αμφιβληστροειδοπάθεια) και καρδιακές ανωμαλίες. Επίσης μπορεί να εμφανισθεί μικροεγκεφαλία, διανοητική ανεπάρκεια και ηπατοσπηνομεγαλία. Το σύνδρομο αυτό έχει εξαφανισθεί από τον Δυτικό κόσμο λόγω του προγράμματος εμβολιασμού έναντι της Ερυθράς. Η πλειοψηφία των ασθενών με Ραγοειδιτιδικό Σύνδρομο Fuchs δεν έχουν εμβολιασθεί για την Ερυθρά μέσω του προγράμματος εμβολιασμών. Το εμβόλιο της Ιλαράς-Ερθράς-Παρωτίτιδας πραγματοποιείται στην ηλικία των 15 μηνών και 9 ετών. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις η ανάλυση του υδατοειδούς υγρού σε ασθενείς με κλινική εικόνα Fuchs, αποκάλυψε την παρουσία toxoplasma gondii, CMV, HSV, VZV.

Οι ασθενείς παραπονούνται συνήθως για ετερόπλευρη θόλωση της όρασης λόγω της δημιουργίας καταρράκτου. Λίγοι ασθενείς παραπονούνται για μυιοψίες και μερικοί για χρωματική διαφορά μεταξύ των δύο οφθαλμών. Τις περισσότερες φορές η κατάσταση αυτή ανακαλύπτεται σε τυχαίο οφθαλμολογικό έλεγχος.

Τα ευρήματα κατά την οφθαλμολογική εξέταση είναι:

1. Ύπαρξη κερατικών ιζημάτων μικρών, στρογγυλών, λευκόφαιου χρώματος και διασκορπισμένων σε όλη την έκταση του ενδοθηλίου του Κερατοειδούς. Η διάχυτη αυτή κατανομή των κερατικών ιζημάτων είναι παθογνωμονική του Ραγοειτιδικού Συνδρόμου Fuchs.

2. Το υδατοειδές υγρό εμφανίζει κύτταρα μέχρι 2+ και ύπαρξη πρωτεινών μικρής έντασης.

3. Οπίσθιες συνέχειες δεν παρατηρούνται, και η απουσία αυτή είναι παθογνωμονική

4. Η ατροφία του στρώματος της ίριδας είναι συνήθως διάχυτη και μπορεί να συνδυάζεται με κατά τόπους ατροφία του μελάγχρου επιθηλίου στην οπίσθια επιφάνεια της ίριδας, που γίνονται αντιληπτά με την διαφανοσκόπηση της ίριδας.

5. Ετεροχρωμία της ίριδας, με τον προσβεβλημένο οφθαλμό να είναι συνήθως υπόχρωμος. Σε μερικούς ασθενείς μπορεί να είναι υπέρχρωμος, ενώ σε άλλους απουσιάζει η ετεροχρωμία. Οι παράγοντες που καθορίζουν το βαθμό της ετεροχρωμίας είναι ο βαθμός της ατροφίας του στρώματος και της οπίσθιας στιβάδας του μελάγχρου επιθηλίου, καθώς και του φυσικού χρώματος της ίριδας του ασθενούς.

6. Οζίδια του Koeppe παρουσιάζονται περιστασιακά.

7. Η νεοαγγείωση της ίριδος είναι αρκετά συχνό εύρημα που παρουσιάζεται ως λεπτά ακανόνιστα νεοαγγεία στην επιφάνεια της ίριδος.

8. Η κόρη μπορεί να είναι διευρυσμένη ως αποτέλεσμα της ατροφίας του σφιγκτήρα της ίριδος.

9. Η υαλίτιδα είναι συνήθης. Οι γραμμοειδείς θολερότητες συχνά γίνονται αντιληπτές από τον ασθενή σαν μυιοψίες.

10. Η γωνιοσκοπία μπορεί να είναι φυσιολογική ή μπορεί να αποκαλύψει νεοαγγείωση. Η ύπαρξη αυτής της νεοαγγείωσης είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση υφαίματος κατά την παρακέντηση του προσθίου θαλάμου για την λήψη υδατοειδούς υγρού. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σημείο Amsler.

11. Χοριοαμφιβληστροειδικές ουλές οι οποίες αποκαλύπτονται στην περιφέρεια του αμφιβληστροειδούς.

12. Η παρουσία Καταρράκτη γίνεται αντιληπτή από τους ασθενείς σαν θόλωση της όρασης, για την οποία απευθύνονται στον Οφθαλμίατρο

13. Η υπερτονία μπορεί να υπάρχει σε αρκετές περιπτώσεις.

14. Η απουσία οιδήματος της ωχράς κηλίδας, αποτελεί άλλο ένα παθογνωμονικό εύρημα, μαζί με την απουσία οπισθίων συνεχειών.

Το Ραγοειδιτικό Σύνδρομο Fuchs δεν απαιτεί θεραπευτική αντιμετώπιση. Η χρήση τοπικά σταγόνων στεροειδών μπορεί να επιδεινώσει την παρουσία του καταρράκτη και να δημιουργήσει γλαύκωμα. Οι ασθενείς με αυτό το Σύνδρομο θα πρέπει να εξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την τυχόν ανεύρεση γλαυκώματος.