Το Αραχιδινικό οξύ είναι ένα λιπαρό οξύ με 20 άτομα άνθρακα, συστατικό των φωσφολιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών, κυρίως των ουδετερόφιλων πολυμορφοπύρηνων και των μακροφάγων κυττάρων. Το ελεύθερο Αραχιδονικό οξύ απελευθερώνεται από τα ιστικά φωσφολιπίδια με την δράση της φωσφολιπάσης Α2, ενώ στην συνέχεια εισέρχεται στις δύο κύριες οδούς μεταβολικής διάθεσής του, τηνοδό της Κυκλοοξυγενάσης (COX) και την οδό της Λιποξυγενάσης (LO). Με την οδό της Κυκλοοξυγενάσης παράγονται Προσταγλαδίνες (PGS), Προστακυκλίνες και Θρομβοξάνες, ενώ με την οδό της Λιποξυγενάσης παράγονται Λευκοτριένια.

Οι προσταγλαδίνες διαχωρίζονται σε 10 κατηγορίες, από τις οποίες οι D, E, F G, K και I είναι οι σημαντικότερες. Η παραγωγή των προσταγλαδινών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δράση του ενζύμου Κυκλοοξυγενάση, το οποίο μέσω της ομώνυμης μεταβολικής οδού, μετατρέπει το Αραχιδονικό οξύ σε προσταγλαδίνες. Δύο μορφές του ενζύμου, κωδικοποιούμενες από διαφορετικά γονίδια, έχουν αναγνωριστεί, η κυκλοοξυγενάση-1 (COX-1) και η κυκλοοξυγενάση-2 (COX-2). Η COX-1 εκφράζεται συνεχώς στα περισσότερα κύτταρα και ιστούς και θεωρείται βασικός παράγοντας διατήρησης της ομοιόστασης των ιστών, καθώς είναι υπεύθυνος για την μείωση της έκκρισης του γαστρικού υγρού, την φυσιολογική παραγωγή γαστρικής βλέννας και την διατήρηση του ισοζυγίου στην λειτουργία νεφρών και αγγείων. Αντίθετα, η COX-2 εκφράζεται ύστερα από προτροπή ερεθισμάτων, όπως η παρουσία βακτηριακών πολυσακχαριτών και προφλεγμονωδών κυτταροκινών, και υπο την επίδραση του καπνίσματος και του stress, και ενέχεται στις διαδικασίες της φλεγμονής, της κυτταρικής διαφοροποίησης και μιτογένεσης.

Ο μηχανισμός δράσης των μη-Στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων βασίζεται στην αναστολή της ενζυματικής δράσης της Κυκλοοξυγενάσης. Χωρίζονται σε δύο ομάδες ανάλογα με την εκλεκτικότητα της δράσης τους για την COX-1 ή την COX-2. Σε αντίθεση με τα μη-Στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα Στεροειδή αναστέλλουν την δράση της Φωσφολιπάσης Α2 και κατά συνέπεια και τις δύο οδούς, της Κυκλοοξυγενάσης και της Λιποξυγενάσης. Αυτή η δράση των Στεροειδών εξηγεί την ανωτερότητα της αντιφλεγμονώδους δράσης των Στεροειδών έναντι των μη-Στεροειδών.